γυροβολώ

γυροβολώ
(-άω)
1. περιφέρομαι, τριγυρίζω
2. περιβάλλω έναν τόπο με φράγμα
3. συλλαμβάνω κάποιον με κύκλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρος + -βολώ < -βόλος < βάλλω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γυροβολώ — γυροβόλησα, περιστρέφομαι, τριγυρίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γυροβολιά — η [γυροβολώ] 1. πορεία με περιστροφές 2. τρέξιμο σε κυκλικό στίβο 3. περιστροφική κίνηση τού χορευτή ενώ στηρίζεται όρθιος στο άκρο τού ενός ποδιού 4. κύκλος που συντελείται από την αλυσίδα τών χορευτών 5. τιναγμός τού αντιπάλου στην πάλη, ώστε… …   Dictionary of Greek

  • γυροβόλι — το [γυροβολώ] 1. περιφορά 2. περιφέρεια κύκλου 3. σύλληψη κάποιου με κυκλωτική κίνηση 4. περιφερικό φράγμα από καλάμια που χρησιμοποιείται στα ιχθυοτροφεία …   Dictionary of Greek

  • γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”